- τετραετές
- τετραετήςfour years oldmasc/fem voc sgτετραετήςfour years oldneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τετραετής — ές και τετραέτης, τετράετες, ΝΜΑ, και θηλ. τετραέτις Ν αυτός που έχει ηλικία τεσσάρων ετών («τετραετές νήπιο») νεοελλ. (μόνο στον τ. τετραετής, ές) αυτός που διαρκεί τέσσερα χρόνια («τετραετής φοίτηση»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + ετής / έτης… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
παναθηναΐς — παναθηναΐς, ίδος, ἡ (Α) 1. τετραετές χρονικό διάστημα από τον ένα εορτασμό τών μεγάλων Παναθηναίων ως τον επόμενο 2. φρ. «Παναθηναΐς σκάφη» πλοίο που φερόταν κατά την πομπή τών Παναθηναίων και στον ιστό του ήταν κρεμασμένος ο πέπλος με τον οποίο… … Dictionary of Greek
περίοδος — Τμήμα του λόγου που αποτελείται από μία ή περισσότερες προτάσεις. Στον γραπτό λόγο, μια π. χωρίζεται συνήθως από τις άλλες με τελεία, θαυμαστικό ή ερωτηματικό. Η διάκριση των π. σε δύο τύπους, την απλή π. (με μία μόνο πρόταση) και τη σύνθετη (με… … Dictionary of Greek
τετραετής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. αυτός που διαρκεί τέσσερα χρόνια: Τετραετείς σπουδές. 2. αυτός που έχει ηλικία τεσσάρων ετών: Τετραετές κοριτσάκι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)